Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Το θεατρικό "Ο Κήπος με τις γάτες"

Εδώ μπορείτε να δείτε μια παλιότερη έκδοση του θεατρικού "ο κήπος με τις γάτες" καθώς και βίντεο από την παράσταση που είχε δοθεί.

Από εδώ μπορείτε να κατεβάσετε το θεατρικό για να το τυπώσετε.

Εδώ υπάρχει το θεατρικό με μεγάλη γραμματοσειρά, για να το διαβάζετε άνετα από την οθόνη του υπολογιστή σας.

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Αφηγητής: Σε μια μεγάλη πόλη, ανάμεσα σε σπίτια, αυτοκίνητα και λεωφορεία, υπάρχει ένας όμορφος καταπράσινος κήπος όπου πολλές γάτες, μικρές και μεγάλες, ζουν όλες μαζί. Σήμερα είναι μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα με ήλιο.
Α΄ σκηνή
Στη σκηνή βρίσκονται τέσσερις γάτες. Οι τρεις κοιμούνται και ο ένας, ο Χιονάτος, μόλις έχει σηκωθεί.
Χιονάτος: Καλημέρα γατούλες…   Εεε… γατούλες…!
Οι άλλες γάτες συνεχίζουν να κοιμούνται. Ο Χιονάτος τις σκουντάει επίμονα…
Χιονάτος: Θα ξυπνήσετε επιτελούς;
Μαργαριταρένια: Άσε μας βρε Χιονάτε μεσημεριάτικα!

Παρδαλή: Νιαου… νυστάζω.
Ασπρούλα: Τι θέλεις πάλι Χιονάτε;
Χιονάτος: Γατούλες, ελάτε. Σήμερα πρέπει να πάμε στο κρυφό ραντεβού με τον Σιάμ!
Μαργαριταρένια: Καλά… είχαμε πει ότι μπορεί να πάμε.
Ασπρούλα: Ναι, αν έχουμε όρεξη.
Παρδαλή: Και εγώ τώρα έχω πολλή όρεξη… να συνεχίσω να κοιμάμαι.
Χιονάτος: Καλά λοιπόν!
Ο Χιονάτος φεύγει και έρχεται με έναν κουβά και μια κουτάλα και αρχίζει να τα χτυπάει.
Μαργαριταρένια: Αμάν! Τι έγινε; Σεισμός;
Ασπρούλα: Καλά, δεν ησυχάζει με τίποτα αυτός …;
Παρδαλή: Χιονάτε! Θα σταματήσεις επιτέλους τις σαχλαμάρες;
Χιονάτος: Γατούλες, σηκωθείτε αμέσως να πάμε στο ραντεβού.
Μαργαριταρένια: Και γιατί δεν πας μόνος σου ρε Χιονάτε; Αφού βλέπεις, ότι εμείς βαριόμαστε.
Χιονάτος: Ελάτε τώρα. Ντρέπομαι να πάω μόνος μου…
Μαργαριταρένια: Γατούλες, εμένα κάτι δε μ’ αρέσει με αυτό το γάτο τον Σιάμ.
Ασπρούλα: Και εμένα μου κάνει εντύπωση, γιατί να επιμένει τόσο, να μην πούμε τίποτα στις μεγάλες γάτες;
Παρδαλή: Βρε, δε καθόμαστε εδώ στην ησυχία μας λέω εγώ.
Χιονάτος: Καλά, είστε σοβαρές; Ο Σιάμ είπε ότι θα μας δείξει κάτι που λύνει όλα μας τα προβλήματα! Άντε, πάμε γρήγορα και κοιμάστε αργότερα.
Παρδαλή: Ουφ, βρε Χιονάτε!
Οι γάτες σηκώνονται και ο Χιονάτος τις σπρώχνει για να φύγουν πιο γρήγορα.
Μαργαριταρένια: Καλά ντε, μη σπρώχνεις… ερχόμαστε!
Ασπρούλα: Δεν παλεύεσαι Χιονάτε…
Οι γάτες προχωρούν δυσανασχετόντας.
Β΄ σκηνή
Το σκηνικό αλλάζει και βρίσκονται πολλές γατούλες μαζί. Σιγά- σιγά έρχονται και άλλες.
Μαυρούλης: Βιάσου, Ροδούλα!
Ροδούλα (με κομμένη την ανάσα): Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνω και είμαι πάντα αργοπορημένη.
Λευκή: Έχουν έρθει όλες οι γατούλες που κάλεσε ο Σιάμ;
Βούλα: Περιμένουμε λίγο ακόμα το Χιονάτο με τη Μαργαριταρένια ,την Παρδαλή και την Ασπρούλα
Μαυρούλης: Νάτοι!… έρχονται!
Ο Χιονάτος και η παρέα του μπαίνουν μέσα. Χαιρετούν και ο Χιονάτος προσπαθεί να περάσει ανάμεσα από τις άλλες γάτες πηδώντας από πάνω τους για να είναι μπροστά. Πέφτει πάνω στη Λευκή η οποία τον κοιτάζει και φωνάζει.
Λευκή: Μια ζωή καραγκιόζης! Πρόσεχε επιτέλους πού παν τα πόδια σου!
Ροδούλα: Σιωπή! Κάνετε τόση φασαρία που θα μας ανακαλύψουν οι μεγάλες γάτες.
Όλες οι γάτες κάθονται κοντά στον τοίχο του κήπου και περιμένουν με ανυπομονησία το γάτο Σιάμ.
Χιονάτος: Ας ελπίσουμε ότι θα 'ρθει γρήγορα ο Σιάμ...
Λευκή (ψιθυρίζει): Νάτος, νάτος!

Ο Σιάμ έφτασε. Κάθεται στη σκιά του τοίχου κι όλα τα γατιά την περιτριγυρίζουν και την ακούν με μάτια ορθάνοιχτα:
Σιάμ: Γεια σας γατούλες!
Όλες οι γάτες μαζί (ψιθυριστά): Γεια σου Σιάμ.
Σιάμ: Λοιπόν. Ακούστε προσεκτικά μια πραγματική ιστορία.
Ρέα: Μια φορά ήταν ένας κήπος, όπου ζούσαν πολλές γάτες. Τίποτα, όμως, δεν πήγαινε καλά και ήταν όλες δυστυχισμένες. Κάποια μέρα, σ' εκείνο τον κήπο, έφτασε από μακριά ένας γάτος κουβαλώντας μαζί του ένα μπουκαλάκι γεμάτο με μαγικό φίλτρο. Από τότε όλα άλλαξαν…
Όλες οι γάτες μαζί (ψιθυριστά): Όλα άλλαξαν;...
Πορτοκαλιά: Τι έγινε δηλαδή;
Ρέα: Όλες οι γάτες ήπιαν μια γουλιά από το μαγικό φίλτρο και, σα να έγινε θαύμα, ξέχασαν όλα τα προβλήματά τους, σταμάτησαν να μαλώνουν η μια με την άλλη κι έγιναν όλες ευτυχισμένες.
Όλες οι γάτες μαζί (ψιθυριστά): Έγιναν όλες ευτυχισμένες;...
Μαυρούλης: Μμμμ… Παραμύθια!
Σιάμ: Καθόλου! Ο γάτος που πήγε σε αυτόν τον κήπο, ήμουν εγώ! Ορίστε και το μπουκαλάκι με το μαγικό φίλτρο που τους έδωσα.
Όλες οι γάτες μαζί (ψιθυριστά): Μαγικό φίλτρο;...
Βούλα: Υπάρχει μαγικό φίλτρο που μας κάνει ευτυχισμένους;
Σιάμ: Ακριβώς! Αυτό εδώ!
Ο Σιάμ άφησε εκεί μπροστά τους ένα παράξενο και μυστηριώδες μπουκαλάκι και όλες οι γάτες το κοιτάζουν αποχαυνωμένες.
Τίγρης: Καλά… Εγώ δεν πιστεύω τίποτα!
Σιάμ: Θέλεις να δοκιμάσεις λίγο να δεις;
Λευκή: Γατούλες, οι μεγάλες γάτες μας έχουν πει να μη δοκιμάζουμε πράγματα που δεν ξέρουμε.
Ροδούλα: (ψιθυριστά): Προσοχή παιδιά! Έρχεται η Φωτεινή!


Η Φωτεινή πλησιάζει στην παρέα των μικρών γάτων, ενώ η Σιάμ εξαφανίζεται, ως δια μαγείας.
Φωτεινή: Ε… Τι κάνετε όλοι εδώ μαζεμένοι;
Μαυρούλης: Εμείς; Τίποτα! Παίζουμε...
Η Φωτεινή τους κοιτάζει προσεκτικά, με ύφος γεμάτο υποψία…
Φωτεινή: Σα να μη μου τα λέτε και τόσο καλά…
Τίγρης: Όχι, αλήθεια λέμε. Δεν κάνουμε τίποτα. Παίζουμε.
Φωτεινή: Εμένα πάλι,… κάτι δε μου αρέσει εδώ… αλλά,… τέλος πάντων…  τέλος πάντων…

Μετά απομακρύνεται. Τα γατιά κάθονται σε κύκλο και κουβεντιάζουν ψιθυριστά.
Πορτοκαλιά: Δεν ξέρω τι να σκεφτώ.
Λευκή: Εγώ, όμως, ξέρω! Ο Σιάμ λέει μπούρδες.
Μαυρούλης: Συμφωνώ. Μη χάνουμε άλλο την ώρα μας. Έλα, Βούλα, πάμε να παίξουμε!
Παρδαλή: Περιμένετε κι εμένα.
Οι τρεις γατούλες φεύγουν και πάνε να παίξουν.
Τίγρης: Εγώ δεν έχω ανάγκη από το μαγικό φίλτρο για να είμαι ευτυχισμένος...
Ασπρούλα: Όλοι μας είμαστε ευτυχισμένοι και δεν έχουμε ανάγκη από μαγικά φίλτρα.
Πορτοκαλιά: Δεν είναι όμως κι εύκολο να είναι κανείς πάντα ευτυχισμένος.
Ροδούλα: Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι να γίνουμε ακόμα πιο ευτυχισμένοι.
Ασπρούλα: Πόσο πιο ευτυχισμένοι δηλαδή;
Ροδούλα: Να… τόσο ευτυχισμένοι, όσο… ας πούμε ο Νώε.
Λευκή: Γιατί το λες αυτό;
Ροδούλα: Γιατί είναι ο πιο δυνατός, ο πιο καλός και ο πιο θαρραλέος γάτος.
Τίγρης: Καλά. Δεν πάμε να παίξουμε τώρα λέω εγώ;
Πορτοκαλιά: Καλή ιδέα! Τίγρη, εσύ κυνηγάς.
Τα γατάκια φεύγουν με γέλια πειράγματα και παιχνιδιαρίσματα.

Ο ΠΑΝΤΟΦΛΙΝΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Α΄ σκηνή
Αφηγητής: Έχει σχεδόν σκοτεινιάσει και όλες οι γάτες έχουν γυρίσει στα σπίτια τους. Ο Παντοφλίνος είναι μόνος του ανάμεσα στους θάμνους του κήπου και φοβάται.
Παντοφλίνος: Ουφ… Πρέπει να βιαστώ. Υποσχέθηκα στη μαμά μου να είμαι σπίτι πριν σκοτεινιάσει!
Ξαφνικά, πίσω από τον κορμό της καστανιάς, εμφανίζεται ο Τίγρης. Ο μικρός Παντοφλίνος ντρέπεται να δείξει ότι φοβάται και κάνει τον αδιάφορο.
Τίγρης: Γεια σου, Παντοφλίνε!
Παντοφλίνος: Γεια σου Τίγρη.
Τίγρης: Έχεις κέφι να παίξουμε κρυφτό.
Παντοφλίνος: Ε… ξέρεις, βιάζομαι να πάω σπίτι πριν σκοτεινιάσει.
Τίγρης: Χα, χα, χα… φοβάσαι το σκοτάδι;
Παντοφλίνος: Εγώ; Όχι βέβαια!
Τίγρης: Έλα τότε να παίξουμε. Εγώ τα φυλάω.
Παντοφλίνος: Καλά. Κλείσε τα μάτια σου, μέτρα ως το δέκα και βρες με μετά αν μπορείς.
Ο Τίγρης μετράει με κλειστά τα μάτια μέχρι το δέκα και ο Παντοφλίνος τρέχει να κρυφτεί πίσω απ' το φανάρι του κήπου που μόλις έχει ανάψει. Ο Τίγρης αφού έψαξε λίγο και δεν τον βρήκε...
Τίγρης: Παντοφλίνε… Παντοφλίνε… Πού είσαι;… Μωρέ πού να κρύφτηκε αυτός πάλι;… Παντοφλίνε… Νυχτώνει... Λοιπόν. Εγώ την κάνω με ελαφριά πηδηματάκια και άσε τον Παντοφλίνο να κρύβεται.
Ο Παντοφλίνος απομένει μόνος πίσω απ' το φανάρι. Όλα τριγύρω είναι σκοτεινά και σιωπηλά.
Παντοφλίνος: Τίγρη… Τίγρη… Καλέ, τι έγινε αυτός; Έφυγε;
Κοιτάζει δεξιά- αριστερά και δε βλέπει τίποτα.
Παντοφλίνος: Τι θα κάνω τώρα εγώ; Δεν βλέπω τίποτα γύρω μου και φοβάμαι το σκοτάδι. Μαμά μου...! Βοήθεια! Φοβάμαι!
Ενώ στέκεται εκεί τρέμοντας, δεν καταλαβαίνει ότι ο Νώε στέκεται ακριβώς πίσω του. Κάθε βράδυ, ο Νώε συνηθίζει να κάνει βόλτα με τη γνωστή αθόρυβη περπατησιά του. Έτσι βρήκε το φοβισμένο, μικρό Παντοφλίνο.
Νώε:  Παντοφλίνε! Τι έχεις;
Παντοφλίνος: Νώε φοβάμαι εδώ μόνος μου!
Νώε: Και πώς βρέθηκες εδώ μόνος σου;
Παντοφλίνος: Έμεινα να παίξω κρυφτό με τον Τίγρη και αυτός με παράτησε και έφυγε.
Νώε: Μη φοβάσαι. Μπορώ να σε πάω εγώ στο σπίτι σου. Καταρχήν όμως έλα να φύγουμε από αυτό το φανάρι που σου θαμπώνει τα μάτια.
Παντοφλίνος: Μα, άμα φύγω δε θα βλέπω τίποτα!
Νώε: Μη φοβάσαι. Τα μάτια της γάτας είναι φτιαγμένα για να βλέπουν στο σκοτάδι! Έλα εδώ κοντά μου, περίμενε λίγο και θα δεις.

Ο Παντοφλίνος ησύχασε αμέσως με την ήρεμη φωνή του Νώε, απομακρύνθηκε από το φανάρι. Πήγε κοντά στο Νώε, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και περίμενε λίγο.
Παντοφλίνος: Έχεις δίκιο. Βλέπω τα πάντα αρκετά καλά.
Νώε: Είδες που σου το είπα; Θέλεις τώρα να σε πάω στο σπίτι σου;
Παντοφλίνος: Όχι Νώε. Το σπίτι μου είναι εδώ κοντά και δε φοβάμαι πια καθόλου.
Νώε: Καληνύχτα τότε.
Παντοφλίνος: Καληνύχτα Νώε.
Ο Νώε απομακρύνεται και καθώς περπατά ο Παντοφλίνος μονολογεί.
Παντοφλίνος: Πόσο δυνατός, ήρεμος και θαρραλέος είναι ο Νώε! Ίσως, μια μέρα, καταφέρω να γίνω σαν αυτόν!

Β΄σκηνή
Αφηγητής: Το άλλο πρωί όλες οι γάτες συναντιούνται πάνω στο γρασίδι στο κέντρο του κήπου. Όταν σε μια στιγμή έρχεται και ο Παντοφλίνος.
Ο Τίγρης αρχίζει να τον κοροϊδεύει μπροστά σε όλους.
Τίγρης: Καλώς τον Παντοφλίνο! Τι κάνεις; Είσαι ζωντανός ακόμα; Δεν πέθανες απ' το φόβο σου χτες βράδυ; Φοβητσιάρη!
Μαυρούλης: Μα τι έγινε δηλαδή χτες βράδυ;
Τίγρης: Έλα Παντοφλίνε, πες τους τι έγινε!
Ο Παντοφλίνος γυρίζει και φεύγει φανερά συγχυσμένος.
Μαυρούλης: Μα τι έχει πάλι ο Παντοφλίνος.
Πορτοκαλιά: Παντοφλίνο περίμενε, μη φεύγεις!
Παντοφλίνος: Αφήστε με όλοι σας…!
Πορτοκαλιά: Τίγρη τι έγινε πάλι;
Τίγρης: Χα, χα, χα… δεν καταλαβαίνω και εγώ γιατί αρπάζεται έτσι συνέχεια.
Ο Παντοφλίνος απομακρύνεται ταπεινωμένος, με την ουρά κατεβασμένη και τα μάτια βουρκωμένα.

Γ΄ σκηνή
Το σκηνικό αλλάζει και καθώς περπατά μόνος ο Παντοφλίνος, ξαφνικά, πίσω από ένα θάμνο, εμφανίζεται ο Σιάμ.

Σιάμ: Τι τρέχει γατούλα;
Παντοφλίνος: Χρειάζομαι βοήθεια!
Σιάμ: Τι βοήθεια θέλεις γατούλα;
Παντοφλίνος: Όλοι με κοροϊδεύουν γιατί είμαι φοβητσιάρης. Θα ήθελα τόσο πολύ να είμαι θαρραλέος σαν το Νώε, αλλά δεν τα καταφέρνω. Θα μπορούσε το μαγικό φίλτρο που μας έλεγες να με βοηθήσει;...
Σιάμ: Βεβαίως και μπορεί να σε βοηθήσει το μαγικό φίλτρο.
Παντοφλίνος: Μου δίνεις τότε λίγο;
Σιάμ: Να σου δώσω αλλά θα σου στοιχίσει.
Παντοφλίνος: Θα μου στοιχίσει; … Δεν καταλαβαίνω!
Ρέα: Έλα να σου εξηγήσω εγώ. Λοιπόν. Για να σου δώσει ο Σιάμ το μαγικό φίλτρο πρέπει και εσύ να του δώσεις κάτι για αντάλλαγμα.
Παντοφλίνος: Τι να του δώσω;
Ρέα: Α…! Τι να σου πω και εγώ; Δώσε του ας πούμε το ωραίο καλάθι που έχεις για να κοιμάσαι.
Παντοφλίνος: Το καλάθι μου; Α…, όχι, δεν μπορώ να το δώσω. Είναι πολύτιμο για μένα!
Ρέα: Ε, τότε μη ζητάς και εσύ μαγικό φίλτρο. Και αυτό πολύτιμο είναι.
Παντοφλίνος: Μα, δε μας είπε ποτέ ο Σιάμ, ότι πρέπει να δώσουμε κάτι για να πάρουμε το μαγικό φίλτρο!
Ρέα: Λυπάμαι, αλλά κάθε πράγμα έχει την τιμή του. Δώσε του το καλάθι σου και θα έχεις το φίλτρο σου.
Ο Παντοφλίνος το σκέφτεται λίγο.
Παντοφλίνος: Καλά λοιπόν…  Πάω να το φέρω.
Μετά από λίγο έρχεται με το καλάθι.
Παντοφλίνος: Σιάμ! Ορίστε, σου δίνω το καλάθι μου. Μπορώ να έχω ένα μπουκαλάκι μαγικό φίλτρο;
Σιάμ:  Βεβαίως. Πάρε ένα μπουκαλάκι.
Ο Παντοφλίνος το παίρνει, πηγαίνει πιο πέρα και το πίνει. Αρχίζει να παραπατά και φεύγει.

Δ΄ σκηνή
Μετά από λίγο εμφανίζεται ανάμεσα στους φίλους του που παίζουνε στο γρασίδι.

Βούλα: Επιτέλους, Παντοφλίνε! Είχαμε αρχίσει ν' ανησυχούμε. Δεν μπορούσαμε να σε βρούμε πουθενά.
Παντοφλίνος: Εγώ, δεν είμαι πια ο Παντοφλίνος που ξέρατε ανόητοι!
Οι γάτες ξεσπούν σε ασυγκράτητα γέλια.
Πορτοκαλιά: Παντοφλίνε, τρελάθηκες τελείως; Τι σ' έπιασε;
Παντοφλίνος: Εγώ δε φοβάμαι τίποτα και κανένα. Ούτε το σκοτάδι, ούτε και το γάτο τον Τίγρη. Και πρόσεξε παλιό-Τίγρη! Μην τολμήσεις και με ξαναπείς φοβητσιάρη…
Τίγρης: Τι νομίζεις ότι μπορείς να μου κάνεις, ταλαίπωρε Παντοφλίνε;
Λέγοντας αυτά, ο Τίγρης του δίνει μια φοβερή κλοτσιά και τον πετάει στην άλλη άκρη του κήπου. Η Πορτοκαλιά τρέχει να παρηγορήσει τον Παντοφλίνο που την κοιτάζει σαστισμένος.
Παντοφλίνος: Τι μου συνέβη; Τι έγινε;
Πορτοκαλιά: Ηρέμησε Παντοφλίνε, ηρέμησε!

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΑΣ

Α΄σκηνή
Αφηγητής: Όλες οι γάτες είναι μαζεμένες πάνω στο γρασίδι του κήπου, κάτω από έναν ωραίο, ζεστό ήλιο. Κάνουν τούμπες και συναγωνίζονται ποια θα κάνει το καλύτερο άλμα, όταν εμφανίζεται η Βούλα με βήμα αργό και την ουρά κατεβασμένη.
Ασπρούλα: Τι σου συμβαίνει, Βούλα; Γιατί είσαι στενοχωρημένη;
Βούλα: Ο παππούς μου είναι πολύ άρρωστος.
Ασπρούλα: Και γιατί στενοχωριέσαι; Όλοι μας αρρωσταίνουμε καμιά φορά, αλλά μετά γινόμαστε πάλι καλά.
Βούλα: Ναι, αλλά ο παππούς μου είναι πολύ γέρος και όλοι στο σπίτι ανησυχούμε γι' αυτόν.
Μαργαριταρένια: Τον αγαπάς πολύ, έτσι δεν είναι;
Βούλα: Ναι, τον αγαπώ πάρα πολύ. Είναι καλός και υπομονετικός. Με παρηγορεί όταν είμαι λυπημένη και μου διηγείται ωραία παραμύθια.
Μαργαριταρένια: Κουράγιο, Βούλα, θα δεις, ο παππούς σου θα γίνει γρήγορα καλά. Έλα να παίξεις μαζί μας.Έτσι όλες μαζί ξαναρχίζουν το παιχνίδι.
Β΄ σκηνή
 Την άλλη μέρα όλες οι γάτες είναι πάλι μαζεμένες πάνω στο γρασίδι του μεγάλου κήπου, κάτω από τη βελανιδιά. Λείπει μόνο η Βούλα.
Ασπρούλα: Τα μάθατε; Ο παππούς της Βούλας πέθανε απόψε.
Μαργαριταρένια: Καημένη Βούλα! Θα πρέπει να είναι πολύ δυστυχισμένη. Πάμε να τη βρούμε, θα μας έχει ανάγκη.
Γ΄ σκηνή
Η Βούλα είναι κρυμμένη σε μια γωνιά του κήπου και κλαίει. Η Λευκή και η Μαργαριταρένια πάνε κοντά της για να την παρηγορήσουν.
Λευκή: Βούλα, τι μπορούμε να κάνουμε για σένα;
Βούλα (κλαίγοντας): Κανένας δεν μπορεί να με βοηθήσει, ο παππούς μου πέθανε!
Οι φίλοι της κάθονται γύρω της θλιμμένοι και σιωπηλοί.
Μαργαριταρένια: Μην κλαις, Βούλα. Ο παππούς σου τώρα ζει σ' έναν άλλο κήπο, πιο ωραίο και πιο χαρούμενο απ' το δικό μας. Μου το είπε η γιαγιά μου. Είπε ότι τώρα ο παππούς σου ζει στον κήπο του Θεού.
Βούλα: Αυτός ο κήπος είναι πιο ωραίος απ' τον κήπο που είχε πάει ο Σιάμ;
Μαργαριταρένια: Ο παππούς σου τώρα βρίσκεται στον κήπο του Θεού με όλες τις άλλες γάτες που άφησαν αυτόν τον κόσμο. Ζει μια ζωή που δεν μπορούμε να δούμε με τα μάτια μας, ούτε ν' αγγίξουμε με τα χέρια μας.
Βούλα: Μα αυτό είναι σα να ονειρεύεσαι. Δεν είναι το ίδιο πράγμα μ' αυτό που μας προτείνει ο Σιάμ με το μαγικό του φίλτρο;
Μαργαριταρένια: Όχι, εκεί η ζωή συνεχίζεται και εσύ κάθε φορά που θυμάσαι τον παππού σου με τρυφερότητα, θα αισθάνεσαι την παρουσία του. Δεν πρέπει να αισθάνεσαι μόνη σου.
Βούλα: Και ο παππούς μου, με αγαπάει από εκεί που βρίσκεται;
Μαργαριταρένια: Πιο πολύ από πριν, Βούλα μου, πιο πολύ από πριν.

ΕΝΑ ΑΣΧΗΜΟ ΑΣΤΕΙΟ

Αφηγητής: Ο Μαυρούλης, η Ροδούλα, η Πορτοκαλιά, και ο Τίγρης είναι μαζεμένοι πάνω στον τοίχο, που χωρίζει τη μικρή αυλή από το μεγάλο κήπο. Η Φωτεινή κοιμάται στη σκιά της βελανιδιάς του κήπου. Ο Μαυρούλης δεν αντέχει τη Φωτεινή, γιατί όλο τον μαλώνει. Έτσι μια μέρα σκέφτηκε να της κάνει ένα πείραγμα.

Μαυρούλης: Γατούλες, δεν κάνουμε μια φάρσα στη Φωτεινή;
Τίγρης: Ωραία ιδέα!
Πορτοκαλιά: Τι φάρσα να της κάνουμε;
Τίγρης: Να τη βρέξουμε με το λάστιχο!
Πορτοκαλιά: Όχι δε συμφωνώ.
Τίγρης:  Γιατί;
Πορτοκαλιά: Το αστείο αυτό είναι ανόητο και σκληρό.
Ροδούλα: Κι εγώ δε συμφωνώ να της κάνουμε τέτοιο αστείο!
Μαυρούλης: Σιγά… τι θα πάθει; Τίγρη, φέρε το λάστιχο και άνοιξε τη βρύση να γελάσουμε λίγο.
Τίγρης: Έφυγα…
Ο Τίγρης τρέχει και επιστρέφει με ένα λάστιχο ποτίσματος στο χέρι.
Πορτοκαλιά: Εγώ ντρέπομαι για λογαριασμό σας! Φεύγω!
Ροδούλα: Γατούλες, κι εγώ λέω να μην το κάνουμε καλύτερα. Άσε που, αν μας πιάσει η Φωτεινή…
Μαυρούλης: Αυτό είναι λοιπόν και δεν το λες τόση ώρα; Φοβάσαι…!
Τίγρης: Φοβητσιάρα! Φοβητσιάρα!...
Μαυρούλης: Έλα, ρίξε της λίγο νερό.
Τίγρης: Έτσι κι αλλιώς δε θα μάθει ποτέ ποιος το έκανε! Κράτα το λάστιχο και εγώ πάω να ανοίξω τη βρύση.
Μαυρούλης: Έλα, μη φοβάσαι. Θα έχει πολύ γέλιο έτσι όπως θα ξυπνήσει απότομα η Φωτεινή.
Η Ροδούλα παίρνει το λάστιχο, πιτσιλάει τη Φωτεινή. Στη βιασύνη της να το σκάσει, σκοντάφτει και πέφτει με γδούπο.
Φωτεινή: Για έλα εδώ, παλιόγατα! Πάρε και τούτη, πάρε κι εκείνη!
Η Φωτεινή, βρεγμένη κι οργισμένη της δίνει ένα γερό ξύλο με ένα σκουπόξυλο που βρήκε εκεί δίπλα και την αφήνει στο χώμα να βογκάει.
Φωτεινή: Αυτό για να το θυμάσαι. Παλιόγατα ε… παλιόγατα!
Η Φωτεινή φεύγει και η Ροδούλα μένει μόνη στον κήπο να κλαουρίζει. Σε λίγο την πλησιάζει ο Νώε.
Νώε: Ροδούλα, είδα τι έγινε. Γιατί το έκανες αυτό;
Ροδούλα: Έλα ντε; Άκουσα εκείνους τους ταραχοποιούς, τον Τίγρη και το Μαυρούλη, και τελικά βρήκα τον μπελά μου.
Νώε: Κατάλαβες πού έκανες λάθος;
Ροδούλα: Νομίζω, ναι! Άφησα να με πείσουν να κάνω κάτι, για το οποίο δε συμφωνούσα.

ΟΤΑΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΥΝΑΤΟΙ

Αφηγητής: Σήμερα στη μικρή αυλή επικρατεί μεγάλος αναβρασμός. Σε λίγες μέρες θα φτάσει μια σπουδαία φιλοξενούμενη, μια μακρινή συγγενής του Νώε. Είναι από την Περσία και ονομάζεται Χαλιμά.
Α΄ σκηνή
Νώε: Γατούλες, ακούστε! Σας εμπιστεύομαι μια πολύ υπεύθυνη δουλειά. Πρέπει να καθαρίσετε και να στολίσετε τον κήπο, για τον ερχομό της Χαλιμάς.
Φωτεινή: Ναι, πρέπει όλοι να βοηθήσουμε για να ετοιμάσουμε μια ωραία γιορτή.
Βούλα: Τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε;
Νώε: Εσύ με τη Μαργαριταρένια και τη Λευκή μπορείτε να ομορφύνετε τα δρομάκια του κήπου στρώνοντας χαλίκια στους διαδρόμους του. Εσύ, Παρδαλή, μπορείς να καθαρίσεις το γρασίδι από τα αγριόχορτα.
Παρδαλή: Ναι, εγώ είμαι πολύ γρήγορη στη δουλειά και θα τα έχω τελειώσει όλα πριν βραδιάσει.
Νώε: Λοιπόν, εδώ έχω γράψει μια λίστα με το τι μπορεί να κάνει όποιος θέλει να βοηθήσει. Ελάτε να δείτε και αρχίζουμε αμέσως.
Όλες οι γατούλες χαρούμενες κάνουν έναν κύκλο γύρω από τον Νώε ο οποίος τους δίνει οδηγίες. Μετά από λίγο το σκηνικό αλλάζει. Ορισμένες γατούλες κάνουν διάφορες δουλειές. Τακτοποιούν τον κήπο, μαζεύουν τα σκουπίδια... Η Παρδαλή βρίσκεται ξαπλωμένη κάτω από ένα δέντρο.
Ασπρούλα: Τι κάνεις Παρδαλή, δε δουλεύεις;
Λευκή: Άντε, σήκω! Έχεις πολύ δουλειά… δε θα προλάβεις.
Παρδαλή: Λέω να ξεκουραστώ λίγο. Θα μαζέψω τα αγριόχορτα πιο μετά.
Ασπρούλα: Μα κοίτα, σε λίγο θα αρχίσει να σκοτεινιάζει. Πώς θα δουλέψεις άμα νυχτώσει;
Παρδαλή: Μην ανησυχείς! Όταν θέλω να δουλέψω είμαι πολύ γρήγορη.
Ασπρούλα: Καλά, κάνε ότι καταλαβαίνεις…

Αφηγητής: Σιγά σιγά όλες οι γάτες τέλειωσαν και φεύγουνε. Αλλά το γρασίδι έμεινε γεμάτο φύλλα και αγριόχορτα. Η Παρδαλή έχει μείνει μόνη της και έχει αρχίσει να αγχώνεται. Καθώς μαζεύει άγρια χόρτα μονολογεί.

Παρδαλή: Αμάν τι έπαθα!…. Και τώρα, τι θα κάνω; Δε θα προλάβω να τελειώσω τη δουλειά μου… Μανούλα μου… άρχισε να νυχτώνει … Αύριο όλες οι γάτες θα με κοροϊδεύουν …
Μετά από λίγο παρατάει τη δουλειά και κάθεται και κοιτάει τα χόρτα.
Παρδαλή: Δεν προλαβαίνω με τίποτα να τελειώσω… Τι εντύπωση θα κάνω τώρα στο Νώε;…. Μια δουλειά μου έβαλε να κάνω και δεν την έκανα… και από όλες τις γάτες μόνο εγώ δεν πρόλαβα τη δουλειά μου …
Η Παρδαλή κουλουριάζεται και βάζει τα κλάματα
Ρέα: Τι τρέχει γατούλα; Έχεις προβλήματα;
Παρδαλή (κλαίγοντας): Άμα δεν είχα, δε θα έκλαιγα.
Ρέα: Και τι προβλήματα έχεις;
Παρδαλή: Δεν κατάφερα να τελειώσω τη δουλειά μου και αύριο θα γίνω ρεζίλι στο Νώε και σε όλες τις γάτες.
Ρέα: Σιάμ! Ακούς το πρόβλημα της γατούλας;
Σιάμ:  Σιγά το πρόβλημα! Γατούλα, μην το σκέφτεσαι καθόλου!
Παρδαλή: Τι μπορώ να κάνω;
Ρέα: Πιες λίγο από το μαγικό φίλτρο και θα ξεχάσεις όλα σου τα προβλήματα.
Παρδαλή: Να ξεχάσω... Αυτό ακριβώς χρειάζομαι τώρα! Μα σίγουρα θα με βοηθήσει το φίλτρο;
Σιάμ: Πάρε να δεις! Εγώ κερνάω. Δεν χάνεις τίποτα να δοκιμάσεις.
Ο Σιάμ προσφέρει το μπουκαλάκι στην Παρδαλή η οποία, αφού το κοιτάζει λίγο, το πίνει μονορούφι
Αρχίζει να παραπατάει.
Β΄σκηνή
Η σκηνή κλείνει και όταν ανοίγει η Παρδαλή είναι στο καλάθι της κοιμισμένη. Σιγά-σιγά ξυπνά.

Παρδαλή: Μανούλα μου… τι πονοκέφαλος είναι αυτός που έχω; Και το μυαλό μου το νιώθω τελείως μπερδεμένο... Κάτι έχω να κάνω, αλλά ξέχασα τι!
Σιγά σιγά σηκώνεται από το καλάθι της και τεντώνεται.
Παρδαλή: Τώρα θυμάμαι! Πρέπει να τελειώσω το καθάρισμα στο γρασίδι.
Φεύγει αμέσως τρέχοντας.
Γ΄σκηνή
Το σκηνικό αλλάζει και φτάνει στο γρασίδι λαχανιασμένη όπου σταματάει έκπληκτη.
Παρδαλή: Απίστευτο! Είναι όλο τέλεια καθαρό!
Εκείνη τη στιγμή φτάνουν η Ροδούλα, η Βούλα και η Λευκή.
Παρδαλή: Κοιτάξτε! Θαύμα!…
Ροδούλα: Πού το βλέπεις το θαύμα Παρδαλή;
Παρδαλή: Χθες δεν τέλειωσα τη δουλειά μου όταν έπρεπε. Με έπιασε πανικός και ο Σιάμ μου έδωσε και ήπια μαγικό φίλτρο.
Βούλα: Α!… Και τι κατάφερες μ’ αυτό Παρδαλή;
Παρδαλή: Πρώτα από όλα μου έφυγε αμέσως ο πανικός. Και δεύτερον… κοιτάξτε μπροστά σας. Το γρασίδι καθάρισε. Το μαγικό φίλτρο του Σιάμ λειτούργησε τέλεια.
Η Ροδούλα, η Βούλα και η Λευκή ξεσπούν σε γέλια.
Βούλα: Πόσο χαζή είσαι, Παρδαλή!
Ροδούλα: Ποιο φίλτρο; Εμείς οι τρεις τελειώσαμε τη δουλειά για χατίρι σου. Σε είδαμε το βράδυ να πηγαίνεις σπίτι παραπατώντας.
Βούλα: Ναι, Παρδαλή δε φαινόσουνα καθόλου καλά. Παραπατούσες και πήγαινες σα χαμένη.
Ροδούλα: Σηκωθήκαμε λοιπόν πρωί πρωί και καθαρίσαμε τα πάντα για να σε βοηθήσουμε και να σου κάνουμε μια ωραία έκπληξη.
Λευκή: Πώς σου φαίνεται; Κάναμε ωραία δουλειά;
Παρδαλή: Εσείς είστε πραγματικές φίλες και όχι ο Σιάμ. Τι χαζή που ήμουνα να μη ζητήσω βοήθεια αμέσως από εσάς, αντί να ψάχνω για μαγικά φίλτρα! Ευχαριστώ φίλες μου! Δε θα το ξεχάσω ποτέ.

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΧΑΛΙΜΑΣ

Αφηγητής: Έφτασε επιτέλους η μέρα για την επίσκεψη της Χαλιμάς. Όλος ο κήπος έχει γιορτή. Κάτω από τη βελανιδιά στρώθηκε μεγάλο τραπέζι, γεμάτο νοστιμιές. Η Χαλιμά έρχεται μαζί με το Νώε και όλες οι γάτες την κοιτάζουν γοητευμένες.
Βούλα: Κοίτα τι υπέροχο, λαμπερό τρίχωμα που έχει! Μοιάζει να είναι από μετάξι!
Ασπρούλα: Είναι πράγματι πολύ όμορφη.
Νώε: Αγαπημένες μου γατούλες. Να σας συστήσω… από εδώ η Χαλιμά που σας έλεγα.
Όλες οι γάτες μαζί: Γεια σου Χαλιμά. Καλώς ήρθες!
Νώε: Χαλιμά, είμαστε όλοι πολύ ευτυχισμένοι που σ' έχουμε εδώ μαζί μας.
Φωτεινή: Καλώς όρισες στον κήπο μας Χαλιμά.
Χαλιμά: Και εγώ είμαι ευτυχισμένη που είμαι εδώ μαζί σας. Είστε όλες ωραίες και ευγενικές και ο κήπος σας είναι υπέροχος.
Λευκή: Ξέρεις Χαλιμά, δουλέψαμε όλοι μαζί γιατί θέλαμε να σε περιποιηθούμε μιας κι ήρθες από τόσο μακριά.
Χαλιμά: Σας ευχαριστώ πολύ όλους σας για τη σπουδαία υποδοχή που μου ετοιμάσατε.
Βούλα (ντροπαλά): Συγνώμη, Χαλιμά. Γιατί όταν μας μιλάς, έχεις το μπροστινό πόδι σου ανασηκωμένο;
Χαλιμά: Στη χώρα μου έτσι συνηθίζουμε να κάνουμε, όταν μιλάμε σε κάποιον που δε γνωρίζουμε καλά. Είναι σημάδι σεβασμού και φιλίας. Έχουμε κι άλλες συνήθειες που είναι διαφορετικές από τις δικές σας.
Μαργαριταρένια: Πες μας κι άλλα πράγματα για τον τόπο σου.
Όλες οι γάτες μαζί: Ναι, ναι, διηγήσου μας...
Χαλιμά: Στη χώρα μου, έχουμε πολύ μακρύ τρίχωμα και για να είμαστε κομψές το γλείφουμε, πρωί βράδυ, ενενήντα εννιά φορές.
Όλες οι γάτες μαζί (με θαυμασμό): Ενενήντα εννιά φορές;
Χαλιμά: Στη χώρα μου, οι πολεμιστές ακονίζουν κάθε βραδύ τα νύχια τους στον κορμό ενός δέντρου, μέχρι να γίνουν οι άκρες τους πολύ λεπτές και κοφτερές...
Η Χαλιμά συνεχίζει να διηγείται και η ώρα κυλάει πολύ γρήγορα...
Χαλιμά: Τώρα, όμως, θέλω να σας δείξω τα δώρα που σας έφερα. Αυτές είναι κούπες, που στη χώρα μου τις χρησιμοποιούμε για να τρώμε και να πίνουμε γάλα.
Βούλα: Πόσο θα 'θελα να δω τη χώρα σου!
Χαλιμά: Αν θέλετε μπορώ να πάρω έναν από εσάς μαζί μου για να γνωρίσουν και οι γάτες στη χώρα μου πώς είναι οι γάτες σε αυτόν τον κήπο.
Φωτεινή: Καλή ιδέα. Θα ήθελε να πάει κάποιος με τη Χαλιμά;
Χιονάτος: Εγώ, εγώ θα πάω. Οι γάτες στη χώρα της Χαλιμάς θα μείνουν με το στόμα ανοιχτό όταν δουν τις τούμπες που μπορώ να κάνω!
Πορτοκαλιά: Πολύ χαζή ιδέα. Οι γάτες στη χώρα της Χαλιμάς θα νομίσουν ότι τους στείλαμε έναν κλόουν.
Νώε: Χαλιμά, γιατί δε διαλέγεις εσύ μια γατούλα να πάρεις μαζί σου; Νομίζω ότι αλλιώς θα τσακωθούνε.
Φωτεινή: Ναι, συμφωνώ κι εγώ. Καλύτερα, εσύ Χαλιμά, να πάρεις αυτήν την απόφαση.
Χαλιμά: Εσύ, Βούλα θα ήθελες να έρθεις μαζί μου;
Βούλα (ντροπαλά): Αγαπάω πολύ τα ταξίδια και μ’ αρέσει να γνωρίζω καινούριες γατούλες...
Χαλιμά: Λοιπόν, Βούλα, εγώ διαλέγω εσένα. Πιστεύω πως θα περάσουμε πολύ ωραία στο ταξίδι μας.
Όλες οι γάτες μαζί: Ζήτω! Έκανες καλή επιλογή Χαλιμά! Ζήτω η Βούλα!
Αφηγητής: Και ενώ είναι όλοι ευτυχισμένοι και αναστατωμένοι, κανείς δεν πρόσεξε ότι ο Χιονάτος έχει απομακρυνθεί με τα αυτιά κατεβασμένα, τρέμοντας από θυμό.
 Αφηγητής Η Βούλα έφυγε με τη Χαλιμά και η ζωή ξαναβρήκε τον κανονικό της ρυθμό, για όλους, εκτός το Χιονάτο.  Ο Χιονάτος κάθεται συνέχεια μόνος, απομονωμένος από τους άλλους και σκέφτεται όλη μέρα το ταξίδι που έχασε, τα πράγματα που θα είχε δει, και πώς θα τα διηγιόταν όλα στην επιστροφή του, με όλους τους φίλους γύρω να τον κοιτάζουν με έκπληξη και θαυμασμό... Τα στριφογυρίζει όλα στο μυαλό του, ξανά και ξανά, θυμώνει, αισθάνεται όλο και χειρότερα κι απομονώνεται όλο και περισσότερο από τους άλλους. Τελικά μια μέρα αποφασίζει να πάει στο Σιάμ...
Ο ΧΙΟΝΑΤΟΣ, ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Αφηγητής: Εδώ και πολλές μέρες ο Χιονάτος δεν παίζει πια με τους φίλους του. Κάθεται όλη μέρα χωριστά απ' τους άλλους, κοντά στον τοίχο, και περιμένει το Σιάμ που έρχεται κάθε βράδυ και του φέρνει το μαγικό φίλτρο. Ο Νώε έχει αντιληφθεί τι συμβαίνει και είναι πολύ ανήσυχος. Ένα πρωί πάει να τον βρει αποφασισμένος να του μιλήσει, παρόλο που ο Χιονάτος δε φαίνεται να έχει καμιά διάθεση να κουβεντιάσει.
Νώε: Χιονάτε τι έχεις; Κάθεσαι πάντα εδώ κοντά στον τοίχο. Γιατί δεν πας να παίξεις με τους άλλους; Οι φίλοι σου σε περιμένουν και στενοχωριούνται για σένα.
Χιονάτος: Εγώ δεν έχω φίλους. Ο μόνος φίλος μου είναι ο Σιάμ. Μόνο αυτός με κάνει ευτυχισμένο, κάθε βράδυ, με το μαγικό του φίλτρο.
Νώε: Εμένα δε μου φαίνεσαι καθόλου ευτυχισμένος.
Χιονάτος: Περίμενε να πιω το μαγικό φίλτρο και θα δεις.
Νώε: Πώς είναι αυτή η ευτυχία που λες ότι νιώθεις; Προσπάθησε να μου εξηγήσεις;
Ξαφνικά εμφανίζεται πίσω τους ο Σιάμ.
Σιάμ: Μη χάνεις καιρό, Χιονάτε! Έλα μαζί μου! Δεν μπορείς να μείνεις άλλο εδώ.
Ρέα: Έλα στον κήπο, όπου υπάρχουν κι άλλες γάτες όπως εσύ, που ξέρουν να εκτιμούν το μαγικό φίλτρο. Εκεί όλες οι γάτες είναι ευτυχισμένες.
Νώε: Και στο δικό μας κήπο είμαστε ευτυχισμένοι. Όχι βέβαια πάντα, όχι όλες τις μέρες, αλλά πολύ συχνά!
Σιάμ: Έλα, Χιονάτε, μην τον ακούς! Στον κήπο που σου λέω, θα μπορείς να είσαι ό,τι θες!
Νώε: Αν μείνεις εδώ, θα μπορείς να είσαι ο εαυτός σου!
Σιάμ: Στον κήπο που σου λέω, θα ξεχάσεις όλα σου τα προβλήματα!
Νώε: Εδώ θα μάθεις να αντιμετωπίζεις τα προβλήματα σου και να ξεπερνάς τους φόβους σου με τη βοήθεια των άλλων, των φίλων σου! Σκέψου καλά, Χιονάτε! Δεν μπορώ να σε κρατήσω με το ζόρι. Η απόφαση είναι δική σου!
Εν τω μεταξύ, όλες οι άλλες γάτες έχουν πλησιάσει σιωπηλά και έχουν περιτριγυρίσει τους τρεις που συζητάνε.
Όλες οι γάτες μαζί: Μείνε μαζί μας Χιονάτε. Εμείς θα σε βοηθήσουμε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου